Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εμεινε στη

  • 1 пробыть

    -буду, -будешь, παρλθ. χρ. пробыл
    -ла, -ло, προστκ. пробудь ρ.σ. διαμένω, ζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    он пробыл у тши две недели αυτός έμεινε στη θεία δυο βδομάδες.

    || παραμένω, μένω, κάθομαι•

    он пробыл один месяц без работы αυτός έμεινε ένα μήνα χωρίς δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > пробыть

  • 2 γωνιά

    η
    1) камин, очаг; место у камина; 2) перен. угол, приют, пристанище; клуб; 3) перен. уголок;

    κόκκινη γωνιά — красный уголок;

    σε κάθε γωνιά της γης — во всех уголках земли;

    η γωνιά τού παιδιού — а) детский уголок; — б) страница для детей (в газете и т. п.);

    4) тех угольник;

    κανονίζω με τη γωνιά — проверять по угольнику;

    5) угольник, наугольник;
    6) горбушка; краюха;

    δεν τρώω τη γωνιά — я не ем горбушку;

    7) клочок, небольшая часть (земли и т. п.); кусок;

    καλλιεργώ μιά γωνιά τόπο — обрабатывать клочок земли;

    μιά γωνιά ψωμί — кусок хлеба;

    § κάθομαι σε μιά γωνιά — сидеть в стороне и помалкивать;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γωνιά

  • 3 μένω

    (αόρ. έμεινα) αμετ.
    1) оставаться (в разн. знач);

    μέν στο σπίτι — оставаться дома;

    μένω ζωντανός — оставаться в живых;

    μένω νηστικός — оставаться голодным;

    μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;

    μένω εν ισχύϊ — оставаться в силе (о законе);

    μέν χήρα (ορφανός) — оставаться вдовой (сиротой);

    μένω χωρίς δουλειά — оставаться без работы;

    μένω άστεγος — оставаться без крова;

    μείνε αυτού και μην κουνήσεις а) стой на этом месте и никуда не уходи; б) стой (сиди, лежи) спокойно, не двигайся;
    μείνετε λίγο ακόμα останьтесь ещё немножко; δεν έμεινε τίποτε ничего не осталось; έμεινε ευχαριστημένος он остался довольным; έμεινε καταγοητευμένος он был очарован; τα έργα του θα μείνουν его труды сохранятся, будут жить вечно; 2) жить, проживать; пребывать, быть, находиться;

    μένω στη Μόσχα — жить в Москве;

    μένω με την μητέρα μου — жить с матерью;

    έμεινα δυό μήνες στην εξοχή я жил два месяца за городом;
    3) прекра- щаться; останавливаться (на каком-л. местео работе, занятиях);

    άς μένει. αυτή η συζήτηση — оставим, отложим этот разговор;

    να μένει η παραγγελία — заказ аннулируется;

    πού μείναμε χτες; где мы остановились вчера?;
    4) оставаться верным; έμειναν στα πατροπαράδοτα они остались верны традициям; 5) оставаться неизменным; сохраняться;

    § μένω πίσω — отставать;

    μένω με το πουκάμισο — оставаться в одной рубашке;

    μένω εμβρόντητος ( — или κόκκαλο) — быть ошеломлённым, остолбенеть;

    έμεινα я остолбенел;

    μένω στα χαρτιά — оставаться на бумаге (о проекте);

    μένω στα κρύα τού λουτρού — оставаться ни при чём, на бобах, при пиковом интересе;

    μένω με την όρεξη — оставаться с носом;

    μένω στον τόπο — остаться на месте, быть убитым наповал;

    δεν τού έμεινε δεκάρα он остался без гроша;

    δεν μού μένει παρά να... — мне ничего не остаётся, как...;

    αυτό μας έμεινε ακόμα! этого ещё нам не хватало!;

    μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице, быть выброшенным на улицу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μένω

  • 4 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 5 застрять

    -яну, -янишь, προστκ. -янь
    ρ.σ.
    1. βουλιάζω, βυθίζομαι, χώνομαι μέσα, κολλώ•

    колесо -ло в грязи ο τροχός βούλιαξε στη λάσπη•

    пуля -ла в кость η σφαίρα σφηνώθηκε στο κόκκαλο•

    пища -ла в горло η τροφή σκάλωσε στο λαιμό.

    2. μτφ. καθυστερώ•

    где ты -ал? που καθυστερήθηκες;

    εκφρ.
    слово -ло в горле – η λέξη έμεινε απρόφερτη, κόμπιασα.

    Большой русско-греческий словарь > застрять

См. также в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της …   Dictionary of Greek

  • Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …   Dictionary of Greek

  • Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …   Dictionary of Greek

  • Κλοτ μπέης, Αντουάν — (Antoine Clot bey, 1793 – Μασσαλία 1868). Γάλλος γιατρός. Μολονότι ήταν πάμφτωχος, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, από το οποίο αποφοίτησε το 1820. Το 1825, προσκλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως αρχίατρος… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»